δυστυχεῖ

δυστυχεῖ
δυστυχέω
to be unlucky
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
δυστυχέω
to be unlucky
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
δυστυχής
unlucky
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic)
δυστυχής
unlucky
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ερημοσπίτης — ο [ερημόσπιτο] 1. αυτός που το σπίτι του δυστυχεί, στερείται τα απαραίτητα, που έχει το σπίτι του στερημένο από τα αναγκαία εφόδια 2. αυτός που δεν πρόκοψε, ο απόκληρος τής ζωής «απρόκοφτος κι ερημοσπίτης») 3. παροιμ. «πολυτεχνίτης κι… …   Dictionary of Greek

  • όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… …   Dictionary of Greek

  • δέσμιος — α, ο 1. κρατούμενος δεμένος με χειροπέδες, φυλακισμένος: Μεταφέρθηκε δέσμιος από τις φυλακές στα δικαστήρια. 2. ψυχολογικά αιχμάλωτος και υπόδουλος σε κάτι από το οποίο δεν έχει τη δύναμη να απαλλαγεί: Δυστυχεί όποιος είναι δέσμιος των παθών του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”